Συζητώντας για την καταστροφή των ιστορικών τεκμηρίων.

2020-06-21

Κατά τη γνώμη μου τα ιστορικά τεκμήρια είτε αυτά είναι γραπτές πηγές είτε μνημονικοί χώροι δεν πρέπει να καταστρέφονται ή να αλλάζουν συμβολισμό, διότι πρέπει η κάθε κοινωνία να γνωρίζει και να εξερευνά και τις πιο σκοτεινές πλευρές του παρελθόντος με σκοπό φυσικά να απόκτηση αυτογνωσία για ξεπεράσει το οποίο τραύμα έχει προκύψει .Σε περίπτωση καταστροφής ή παραμόρφωσης των ιστορικών τεκμηρίων για τραυματικά γεγονότα θα οδηγήσει στη θολή κατανόηση τους. Όπως αναφέρει και ο Κ Καραμανωλάκης «Το παρελθόν είναι ένα τεράστιο αρχείο το παρέχει συνεχώς υλικό, ώστε εντέλλει να κατανοηθεί αυτό που έχει συμβεί»,αναφερόμενος στη καταστροφή των φακέλων στην Ελλάδα. Ο συνδυασμός των παραπάνω με τον τρόπο που γράφεται η ιστορία μπορεί να οδήγηση σε μια πλήρη διαστρέβλωση της ιστορικής πραγματικότητας. Η Κ Κουλούρη αναφέρει «η σιωπή της παραδοσιακής εθνικής ιστορίας αφορά την απόκρυψη των αρνητικών όψεων του εθνικού παρελθόντος ώστε να μην επισκιάζεται η συλλογική αυτογνωσία-εικόνα. Η προσέγγιση αυτή εξαρτάται από την πεποίθηση ότι η αγάπη για την πατρίδα μπορεί - και οφείλει - να στηριχθεί μόνο σε μια εξιδανικευμένη εικόνα του έθνους. Μελανές και τραυματικές στιγμές της εθνικής Ιστορίας εξωραΐζονται για απολογητικούς λόγους, γεμίζοντας την Ιστορία με «λευκές σελίδες».

Η Ιστορία θα πρέπει λοιπόν να κοιτάξει με ειλικρίνεια και γενναιότητα στον καθρέφτη της, χωρίς εξιδανικεύσεις και αποσιωπήσεις.
Συνεπώς, η ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης δεν μπορεί να βασίζεται ούτε στη δραματοποιημένη απεικόνιση ενός ζοφερού παρελθόντος ούτε σε μια ψευδή, εξιδανικευμένη εικόνα για το παρελθόν, αλλά στην ικανότητα να συμφιλιωθούμε με το οδυνηρό παρελθόν μέσα από μια προσέγγιση χωρίς στερεότυπα, προκαταλήψεις και αποσιωπήσεις. Η Ιστορία αυτή μόνο μπορεί εξάλλου να συμβάλει στη διαμόρφωση υπεύθυνων πολιτών με κριτική σκέψη, ικανών να αντισταθούν σε απόπειρες χειραγώγησής τους, από όπου και αν προέρχονται.»[1]

Ο Ερνέστ Ρενάν, στο διαχρονικά γνωστό δοκίμιο Τι είναι Έθνος (1882), αρνείται ότι υπάρχουν αντικειμενικά και ορατά κριτήρια εθνικής υπαγωγής (εθνογραφικά, γλωσσικά, γεωγραφικά) και θεωρεί το έθνος προϊόν πολιτικής βούλησης. Την αντίληψη αυτή ενστερνίστηκαν πρώτοι οι μεγάλοι Έλληνες Διαφωτιστές με πολιτικό σχέδιο τη δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, έτσι ενέταξαν στο ελληνικό έθνος τούς αλλόγλωσσους πληθυσμούς σε όλες τις διεκδικούμενες περιοχές, καθώς θεώρησαν την ελληνικότητα «εσωτερική» και την εθνική συνείδηση ισχυρότερη από εξωτερικά χαρακτηριστικά. Για τον Ρενάν έθνος είναι μια «πνευματική αρχή» που απορρέει από «βαθιές περιπλοκές της ιστορίας». Για τη δημιουργία μιας τέτοιας πνευματικής αρχής δεν επαρκούν «ούτε η φυλή ούτε η γλώσσα ούτε τα συμφέροντα, ούτε η θρησκευτική συγγένεια ούτε η γεωγραφία ούτε οι στρατιωτικές ανάγκες.» Δύο είναι τα στοιχεία που τη συγκροτούν: α) η από κοινού κατοχή ενός πλούσιου κληροδοτήματος αναμνήσεων και β) η συναίνεση, η κοινή επιθυμία για συμβίωση, η βούληση να διαιωνίζεται στον χρόνο αυτή η αδιαίρετη κληρονομιά.

«Το έθνος είναι έννοια νεωτερική, ιστορική κατασκευή της πολιτικής βούλησης. Άρα η ικανότητα του έθνους-κράτους να ενοποιεί τους πολίτες εντός των συνόρων του σε κοινότητα συμφερόντων είναι ισχύς που πηγάζει από την πολιτική βούληση, από την εθνική αυτογνωσία και τον ορθολογισμό, όχι από τη μυθική «συγγένεια».Η Γαλλία σε όλη της την ιστορία μόνο κέρδισε τόσο εθνικά όσο και διεθνώς από την πολιτική αντίληψη του έθνους, ενώ η γερμανική εκδοχή, που ο ναζισμός συνόψισε στο σύνθημα «Αίμα και Χώμα», έβλαψε βαθιά και μακρόχρονα το γερμανικό έθνος-κράτος».[2]

Στην πρώην Γιουγκοσλαβία, η κατάρρευση παλαιών «επίσημων» αφηγήσεων άνοιξε χώρο για νέες ερμηνείες της ιστορίας. Σε μια προσπάθεια να αναζωογονήσουν τα προηγούμενα ταμπού του παρελθόντος και να εισάγουν εκ νέου στη μνήμη τους αυτές τις πτυχές και τα γεγονότα της ιστορίας τα οποία, μέχρι τότε, ήταν «επίσημα ξεχασμένα», οι νέες πολιτικές ελίτ στην πρώην Γιουγκοσλαβία γενικά και στην Κροατία συγκεκριμένα, αποσκοπούσαν στην αποδόμηση της παλιάς και στην κατασκευή νέας αφήγησης για το παρελθόν. Αυτό που είχε προηγουμένως «ξεχαστεί» από το παλαιό καθεστώς, «θυμόταν» τώρα οι νέες εθνικές ελίτ. Στην Κροατία, με την κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας και την αλλαγή της κυβέρνησης, προέκυψε η ανάγκη για επαναπροσδιορισμό της «εθνικής ιστορίας». Αυτός ο επαναπροσδιορισμός ήταν πλαισιωμένος από τον αντικομμουνισμό και μια νέα, εθνικιστική εξήγηση για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, που χρησιμοποιήθηκε για να αντικαταστήσει το γιουγκοσλαβικό παρελθόν, τώρα ανεπιθύμητο στη νέα ιστορική αφήγηση του λαού της Κροατίας. Με την Κροατική Δημοκρατική Ένωση (HDZ) που κέρδισε τις πρώτες πολυκομματικές εκλογές και ανέλαβε την εξουσία το 1990, προσπάθησε να εφαρμόσει την ιδέα μιας «ολικής-Κροατικής συμφιλίωσης. Τέτοιες προσπάθειες επέτρεψαν την αποκατάσταση των αναμνήσεων της Ανεξάρτητης Πολιτείας της Κροατίας (NDH) και του κινήματος Ustashe από τα περιθώρια της κοινωνικής μνήμης, όπου χτυπήθηκαν κατά την εποχή της σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας. Η καταστολή της δημόσιας μνήμης των εγκλημάτων του Ustashe που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια της ύπαρξης του NDH εναντίον (κυρίως) Σέρβων, αντιπροσώπευε την πολιτική της Τιτοϊκής Γιουγκοσλαβίας να καταργεί τις υπενθυμίσεις αυτής της διακρατικής σύγκρουσης προς το συμφέρον ενός πολυεθνικού κράτους. Έτσι, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι μνήμες του εθνοτικού μίσους και του βίαιου εμφυλίου πολέμου επίσημα διαγράφηκαν . Ωστόσο, η νέα πολιτική της Κροατικής Δημοκρατικής Ένωσης HDZ ,της εθνικής συμφιλίωσης επέτρεψε την επανεμφάνιση, στη δημόσια αφήγηση του παρελθόντος, αυτού του μέρους της ιστορίας που ξεχάστηκε και καταστάλθηκε από την επίσημη αφήγηση του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου στη Γιουγκοσλαβία. Ο εθνικισμός, ήταν η μόνη εναλλακτική λύση που προσέφεραν οι νέες πολιτικές ελίτ για να έχουν την εξουσία σε σχέση με το σοσιαλισμό, επηρεάζοντας την αλλαγή της κοινωνικής μνήμης.

Η προηγούμενη μνήμη για την Ανεξάρτητη πολιτεία τής Κροατίας πέρασε μια διαδικασία επαναξιολόγησης, έτσι ώστε, στην περίοδο μετά το 1990, απέκτησε ένα μυθικό, κεντρικό χώρο στη νέα αφήγηση του παρελθόντος, ως ένα σημαντικό σύνδεσμο στην ιστορική συνέχεια του κροατικού κράτους.

Η αλλαγή του τοπίου της μνήμης στην Κροατία μπορεί να εξεταστεί καλύτερα μέσω παραδειγμάτων μνήμης σημαντικών γεγονότων, καταστροφής μνημείων, αλλαγών επίσημων αργιών και μετονομασίας δημόσιων χώρων, όλα αυτά υποβλήθηκαν σε σημαντικές αλλαγές προκειμένου να εξηγηθεί στο κοινό η νέα εθνική ιστορική αφήγηση. Τα δημόσια μνημεία είναι συχνά τα πιο ορατά παραδείγματα μιας μετάβασης που διέρχεται μια χώρα, δεδομένου ότι διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο για τον εορτασμό των νικών μιας χώρας και για την ανάμνηση των θυμάτων της. Στην Κροατία, τα μνημεία έγιναν ένα από τα κύρια εργαλεία με τα οποία η νέα κυβέρνηση έδειξε στο κοινό τι και πώς πρέπει να θυμάται από την περίοδο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Τα μνημεία που μνημονεύουν τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο υπέστησαν μια ιδεολογική και εθνοκεντρική μεταμόρφωση, προκειμένου να αντικαταστήσουν το κοινό παρελθόν της πρώην ενωμένης Γιουγκοσλαβίας, το οποίο ήταν ανεπιθύμητο στη νέα ιστορική αφήγηση. Με αυτόν τον τρόπο, αυτά τα μνημεία υπέστησαν μια αλλαγή από ένα σύμβολο της νίκης επί του φασισμού σε ένα σύμβολο της αποτυχημένης κομμουνιστικής δικτατορίας. Με την έναρξη του πολέμου στην Κροατία το 1991,τα μνημεία από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο πέρασαν από μια σοβαρή «λογοκρισία», η οποία περιελάμβανε όχι μόνο την απομάκρυνση και την αντικατάστασή τους από νέα μνημεία, αλλά και την καταστροφή τους με διάφορες μορφές βανδαλισμού. Η καταστροφή των μνημείων είναι ένα από τα πιο εμφανή σημάδια της παρέμβασης στη συλλογική μνήμη μέσω της καταστροφής της ανάμνησης και της έντονης λήθης. Ο μεγάλος αριθμός μνημείων που καταστράφηκαν ή αφαιρέθηκαν και το γεγονός ότι κανείς δεν διώχθηκε ποτέ για την καταστροφή τους, μαρτυρεί το γεγονός ότι το Κροατικό κράτος, κατά τη δεκαετία του 1990, ανέχτηκε μια τέτοια προσπάθεια εφαρμογής «συλλογικής λήθης». Από την άλλη πλευρά, άλλα μνημεία τοποθετήθηκαν ή επανατοποθετήθηκαν στον τόπο όπου βρίσκονταν, προκειμένου να σηματοδοτήσουν συμβολικά το τέλος ενός και την έναρξη ενός άλλου καθεστώτος. Η μετονομασία των δρόμων και η ανακάλυψη νέων δημόσιων αργιών ήταν άλλα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν για να στερήσουν τους πολίτες από τη μνήμη τους. Έτσι, οι πρώτες αλλαγές στην πολιτική μνήμης που έγιναν στις αρχές της δεκαετίας του 1990 περιλάμβαναν τη μετονομασία δρόμων, πλατειών, σχολείων και άλλων δημόσιων χώρων οι οποίοι είχαν πάρει το όνομά τους από γνωστούς κομμουνιστές, και αντιφασιστές. Η μετονομασία των δρόμων έγινε με σκοπό να ξεχαστούν τα αντιφασιστικά και παρτιζάνικα παρελθόντα της χώρας και να επαναφέρουν στη δημόσια μνήμη εκείνη την πλευρά της ιστορίας που κατά τη σοσιαλιστική Γιουγκοσλαβία σκόπιμα ξεχάστηκε.[3]


[1]Χριστίνα Κουλούρη, Πώς γράφεται η Ιστορία;/www.tovima.gr/2008/11/25/opinions/pws-grafetai-i-istoria/25 Νοεμβρίου 2008, 00:05 ,ανακτήθηκε 17-10-18

[2] Φραγκουδάκη Άννα , Τι είναι έθνος; //www.tanea.gr/2009/12/05/lifearts/by-the-book/ti-einai-ethnos/5 Δεκεμβρίου 2009.ανακτήθηκε 17-10-18

[3] Tamara Banjeglav , «Μνήμη του πολέμου ή του πολέμου πάνω στη μνήμη; Η επίσημη πολιτική της ανάμνησης της Κροατίας το 1990» https://www.iwm.at/publications/5-junior-visiting-fellows-conferences/vol-xxxii/memory-of-war-or-war-over-memory/ ,ανακτήθηκε 17-10-18.

Παναγιωτάρας Παναγιώτης  - Ιστορικό blog
Διατηρούνται όλα τα δικαιώματα 2020
Υλοποιήθηκε από τη Webnode Cookies
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε