ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ ΧΩΡΟΣ

2020-05-12

Ένα από τα μέσα εκδήλωσης της συλλογικής μνήμης αποτελεί το φαινόμενο της μνημόνευσης που άρχισε να εφαρμόζεται στο τέλος του 19ου αιώνα μετά το τέλος του Α.Π.Π και αφορούσε την ανέγερση μνημείων για νεκρούς του πολέμου. Σε πάρα πολλές χώρες άρχισαν να ανεγείρονται μνημεία του άγνωστου στρατιώτη που σκοπό είχαν μέσα από τα όρια ανάμεσα στη μνήμη και την ανωνυμία να ενσταλάξουν στο όνομα της εθνικής συνοχής το πλαίσιο της κοινής μνήμης.[1] Στα επόμενα χρόνια τα μνημεία και ο χώρος παίζουν καθοριστικό ρολό στη διαμόρφωση της συλλογικής και ατομικής μνήμης καθώς στο χώρο έχουν αποτυπωθεί τα ίχνη ενός σημαντικού και ταυτόχρονα τραυματικού γεγονότος όπως ο Β.Π.Π που ακολούθησε.

Ο πρώτος που ασχολήθηκε συστηματικά με το θέμα της συλλογικής μνήμης ήταν ο Maurice Haldwachs. Το κεντρικό νόημα στη σκέψη του βασίζεται στη λογική πως το παρελθόν αποτελεί μια κοινωνική κατασκευή που διαμορφώνεται από τις ανάγκες του παρόντος. Άρα το παρελθόν ανασυγκροτείται στο παρόν. Υποστηρίζει ότι η μνήμη είναι μια κοινωνική πρακτική, σαφώς προσανατολισμένη μακριά από κάθε μορφή ατομικής και ψυχολογικής εξήγησης. Για αυτόν η ιστορία είναι μια οργανική και υπερβολικά ορθολογισμένη έκδοση του παρελθόντος, σε αντίθεση με τη μνήμη η οποία είναι στενά συνδεδεμένη με τη συλλογική εμπειρία. Χρησιμοποίησε για πρώτη φορά τον όρο «συλλογική μνήμη», διαχωρίζοντας από την ατομική μνήμη.

Η εργασία του Maurice Halbwachs για τη συλλογική μνήμη ήταν η πρώτη απόπειρα για να δοθεί κάποιος ορισμός στην έννοια της συλλογικής μνήμης. Για τον Halbwachs, η συλλογική ή κοινωνική μνήμη είχε τις ρίζες της στην πεποίθησή του ότι τα άτομα μόνο ως μέλη μιας κοινωνικής ομάδας, οικογένειας, θρησκευτικής κοινότητας, και τάξης είναι σε θέση να εντοπίσουν, να αποκτήσουν και να ανακαλέσουν τις αναμνήσεις. Η μνήμη είναι ένας τρόπος με τον οποίο μια κοινωνική ομάδα μπορεί να διατηρήσει την κοινοτική ταυτότητά της και μέσω της κοινωνικής ομάδας τα άτομα ανακαλούν αυτές τις αναμνήσεις. Η συλλογική μνήμη κατασκευάζεται, μοιράζεται και μεταβιβάζεται από την κοινωνική ομάδα που ανήκει κάθε άνθρωπος και όχι μεμονωμένα. Όταν μια ομάδα εισέρχεται στο χώρο, τον διαμορφώνει σύμφωνα με τα «θέλω» της, αλλά ταυτόχρονα προσαρμόζεται και αυτή στα υλικά αντικείμενα που αντιστέκονται στις αλλαγές. Με αυτό το τρόπο η ομάδα παραμένει καθηλωμένη στην επιρροή της υλικής φύσης και φέρει χαρακτηριστικά της ισορροπίας της. Η σταθερή σχέση της ομάδας με το χώρο διαμορφώνει και την ιδέα που έχει για τον εαυτό της, ρυθμίζει ουσιαστικά την εξέλιξή της. Ο χώρος παίζει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της συλλογικής μνήμης της ομάδας. Ο χώρος έχει δεχτεί το αποτύπωμα της ομάδας και το αντίστροφο[2]. Τα χωρικά πλαίσια της μνήμης είναι δυο ειδών: Το «οικείο», τοπικό πλαίσιο που αποτελείται από αντικείμενα, σπίτια δρόμους, πέτρες, δέντρα που είναι ευάλωτο στις αλλαγές, και το δεύτερο είδος χωρικού πλαισίου μνήμης είναι η «συμβολική μνήμη» που έχει αποκτηθεί κατά τη διάρκεια της ζωής του ανθρώπου που δύσκολα αλλάζει. Ο χώρος αποτελεί ένα από τα κοινωνικά πλαίσια της μνήμης, διαμορφώνοντας μια αλληλεπίδραση ανάμεσα στην ατομική μνήμη και στη συλλογική μνήμη. Ο χώρος ουσιαστικά λειτουργεί ως μια από τις κύριες μεθόδους ανάκλησης της μνήμης, λειτουργεί ως «μνημονικό σημάδι» που επαναφέρει στη μνήμη γεγονότα και πρόσωπα. Ο χώρος παρουσιάζεται ως αφετηρία της ιστορικής αφήγησης. Άρα τα σπίτια, οι δρόμοι, οι γειτονιές αποτελούν μερικά από τα «σημάδια της μνήμης» στο χώρο. Η σύνδεση του χώρου με τα κοινωνικά δίκτυα που λειτουργούν σε αυτόν, συγκροτεί ένα ακόμη πλαίσιο διατήρησης της μνήμης.[3] Η ανθρώπινη μνήμη είναι χωρική. Καθώς ο χώρος διαμορφώνεται, επηρεάζει και τη μνήμη και το τοπίο. Ο δρόμος, η πλατεία, οποιοσδήποτε κοινόχρηστος χώρος μπορεί να είναι ένας τόπος συλλογικής μνήμης. Αυτός ο αστικός χώρος μπορεί να έχει διπλή λειτουργία. Μπορεί να θεωρηθεί ως υποδοχή ή ως δέκτης συλλογικής μνήμης. Μπορεί να εντοπίσει μια ομάδα, μέσω φυσικών εκδηλώσεων όπως μνημεία και σύμβολα, αναμνηστικές τοποθεσίες, ονόματα οδών κλπ. και μπορεί να εκφράσει τη συσσώρευση μνημών, μέσω ιχνών από την καθημερινή χρήση.[4] Είναι γεγονός πως τα μνημεία κατά την διάρκεια της ιστορίας μεταμορφώνονται, καταστρέφονται και ανασημασιοδοτούνται διατηρώντας την ίδια εξωτερική μορφή ή αναδεικνύονται καινούργια με νέα νοήματα. Αυτό δεν σημαίνει πως αλλάζουν ή τροποποιούνται οι σχέσεις των κοινωνικών ομάδων με αυτούς του χώρους. Οι ομάδες θα αντισταθούν σε οποιαδήποτε μετακίνηση ή αλλαγή του χώρου. Η ομάδα θα αντιδράσει έντονα και θα επιχειρήσει να διατηρήσει ή να αναδιαμορφώσει το χώρο όπως ήταν ή όπως θα ήθελε να είναι.[5] Η συλλογική μνήμη, σύμφωνα με τον Haldwachs, εξαρτάται από το κοινωνικό περιβάλλον, όπου διαμορφώνονται ιδιαίτεροι τρόποι ανάμνησης του παρελθόντος, όπως τελετές που ανακαλούν τα γεγονότα στις μνήμες και λειτουργούν ως συνεκτικός κρίκος μιας κοινότητας. Υποστηρίζει πως δεν υπάρχει συλλογική μνήμη που να μην εκτυλίσσεται σε ένα χωρικό πλαίσιο. Επειδή ο χώρος είναι κάτι που διαρκεί, μας βοηθά να ξανάσυλλάβουμε το παρελθόν μας.[6] Τα υλικά αντικείμενα δεν είναι σταθερά και δεν βρίσκονται πάντα στο ίδιο μέρος, διατηρούν όμως τις ιδιότητες και την όψη τους, με αποτέλεσμα να μπορεί κάποιος να είναι βέβαιος για την ταυτότητα τους. Η συλλογική μνήμη στηρίζεται σε χωρικές εικόνες καθώς οι κοινωνικές ομάδες μιμούνται την παθητικότητα της αδρανούς ύλης. Η απόκτηση της συλλογικής μνήμης μπορεί να γίνει με δύο τρόπους: α) Με τη διατήρηση των παρελθοντικών μνημείων και β) με την δημιουργία νέων μνημείων ή μουσείων που θα αναδεικνύουν την εθνική κληρονομιά.[7] Η μνήμη είναι μια ανακατασκευή του παρελθόντος χρησιμοποιώντας δεδομένα που λαμβάνονται από το παρόν. Για να έχει βάση αυτή η προσέγγιση πρέπει οι μνήμες να έχουν γίνει σε ένα χώρο. Όπως αναφέρει και ο Maurice Haldwachs «θα ήταν πολύ δύσκολο να περιγραφεί το γεγονός αν δεν φανταζόταν κανείς τον τόπο».[8] Με αυτό τον τρόπο συνδέονται οι μνήμες με τους χώρους και μεταφέρονται από γενιά σε γενιά. Η συλλογική μνήμη δεν θα μπορούσε να διατηρηθεί και να μεταδοθεί από τη μία γενιά στην άλλη αν δεν ήταν σε θέση να διαμένει σε φυσικά αντικείμενα ανάμνησης, όπως χώροι δημόσιας μνήμης.


[1]Ζακ Λε Γκοφ,«Ιστορία και μνήμη»,Νεφέλη,Αθήνα,1998,σελ,133.

[2]Maurice Haldwachs, «Η συλλογική μνήμη», επιμ, Άννα, Μάντογλου, Παπαζήση, Αθήνα, 2013, σελ,156-157.

[3]Μενέλαος Χαραλαμπίδης «Μνήμη της εαμικής Αντίστασης στην Αθήνα:Το πολιτικό πλαίσιο της μνήμης» Κ. ΓΑΡΔΙΚΑ, Α. Μ. ΔΡΟΥΜΠΟΥΚΗ, Β. ΚΑΡΑΜΑΝΩΛΑΚΗΣ, Κ. ΡΑΠΤΗΣ, Η μακρά σκιά της δεκαετίας του '40. Πόλεμος - Κατοχή - Αντίσταση - Εμφύλιος. Τόμος αφιερωμένος στον Χάγκεν Φλάισερ, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2015,σελ,225.

[4]Hristova Zhivka, «The Collective Memory Of Space», The Architecture Of Remembering And Forgetting Ryerson University, 2010, σελ,34-38.

[5]Maurice Haldwachs, «Η συλλογική μνήμη», επιμ, Άννα, Μάντογλου, Παπαζήση,Αθήνα,2013,σελ,161.

[6]Στο ίδιο,σελ.167.

[7]Στο ίδιο,σελ,169.

[8]Στο ίδιο,σελ.230.

Παναγιωτάρας Παναγιώτης  - Ιστορικό blog
Διατηρούνται όλα τα δικαιώματα 2020
Υλοποιήθηκε από τη Webnode Cookies
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε