ΜΝΗΜΕΙΑ-2
Το μνημείο εκπληρώνει την αγωνία μιας κοινότητας μνήμης να ενσωματώσει στο χώρο και να αναδείξει τη δική της ιστορική αφήγηση. Από την άλλη, η αντίπαλη κοινότητα μνήμης, μπορεί να αμφισβητήσει ή να επιδιώξει τον βανδαλισμό ή την αντικατάσταση του συγκεκριμένου μνημείου στο χώρο. Η αποδοχή τους από τη κοινωνία εξαρτάται από τρεις παραμέτρους: α) Ποιο ιστορικό γεγονός αποτυπώνει. β) Ποια χρονική περίοδο κατασκευάζεται. γ) Ποια ερμηνεία αποτυπώνει το μνημείο λόγο της διαφορετικής προσέγγισης που υπόκειται στο παρόν.[1] Η έκρηξη μνήμης και η ανάδειξη νέων μνημονικών τόπων ερμηνεύεται ως μια αντίδραση στη λογική της αποσιώπησης και της λήθης που επικρατούσε για παρά πολλά ιστορικά γεγονότα. Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και της νεωτερικότητας το νέο μνημείο επαναπροσδιορίζεται, αμφισβητείται, και συγκρούεται. Τα Μνημεία δεν είναι στατικοί, παθητικοί αποδέκτες των δραστηριοτήτων. Πρόκειται για δυναμικούς, ζωντανούς τόπους με ιστορίες και αναμνήσεις που διαπερνούν το φυσικό και άυλο και διαμορφώνουν την καθημερινή ζωή των κατοίκων. Συμφώνα με την Άννα Μαρία Δρουμπούκη «οι μνημονικοί τόποι αντανακλούν τις ιστορικές και πολιτικές ιδιαιτερότητες κάθε εποχής και ότι, ενίοτε, λειτουργούν ως πεδία εφαρμογής και αντανάκλασης κρατικών ή καθεστωτικών ιδεολογιών».[2] Οι τόποι μνήμης αναπαράγουν σχέσεις μεταξύ κοινωνιών και κρατικής εξουσίας. Σε ένα μνημείο μπορεί να αποτυπωθεί και να παραχθεί η συλλογική μνήμη, η ατομική και η θεσμική μνήμη. Άρα είναι πολύ πιθανόν σε μνημεία να αποτυπωθούν και συγκρουσιακές και διαιρεμένες μνήμες που αφορούν την Αντίσταση και τον Εμφύλιο. Κάθε ομάδα προσπαθεί να διεκδικήσει την εξουσία, δηλαδή μια ισχυρή θέση στο δημόσιο χώρο και τη δυνατότητα να προβάλει τη δική της εκδοχή του παρελθόντος εντοπίζοντας τις μνήμες της και αφήνοντας το σημάδι της στα επιλεγμένα σημεία μνήμης σε μια συμβολική σήμανση του χώρου. Καθώς όμως οι μνήμες μεταφέρονται από διαφορετικές ομάδες, δεν είναι ασυνήθιστο να αναπτυχτεί ένας ανταγωνισμός μεταξύ τους αναφορικά με τη συμβολική σημασία και ανάμνηση ενός χώρου μέσα από την ανέγερση μνημείων. Μια μνήμη διαρκεί μόνο εφόσον υπάρχει μια ομάδα ανθρώπων για τους οποίους έχει ιδιαίτερη σημασία το μνημείο και οι οποίοι ενδιαφέρονται να τη διαφυλάξουν. Μεμονωμένες ομάδες προσπάθησαν να δημιουργήσουν μικρότερα, πιο οικεία μνημεία στενά συνδεδεμένα με την κοινότητα την οποία αφορούν. Ο δεσμός μεταξύ του τόπου και της εμπειρίας, οι τοποθεσίες και οι πρακτικές της ανάμνησης είναι ισχυρότερες όταν αποτυπώνονται σε τοπικό επίπεδο. Συχνά η τοπική δραστηριότητα μικρής κλίμακας μπορεί καλύτερα να διατηρήσει την αρχική εμπειρία.[3]
Η μονιμότητα του μνημείου στο περιβάλλον συντελεί στη μεταφορά ενός μηνύματος μέσα στο χρόνο, στη διαμόρφωση και διατήρηση της συλλογικής μνήμης και σε υπέρβαση του χρόνου. Το τοπίο μαζί με το μνημείο γίνεται εργαλείο επικοινωνίας ικανό να επεκτείνει το χρονικό και χωρικό φάσμα επικοινωνίας. Το τοπίο μαζί με το μνημείο γίνονται τα πιο ανθεκτικά εργαλεία για τα μηνύματα που μπορούν να μεταφέρουν. Τα τελετουργικά που λαμβάνουν χώρα σε ένα μνημείο και οι προφορικές παραδόσεις που συνδέονται μ' αυτό βοηθούν επίσης στη διατήρηση των συλλογικών αξιών και πεποιθήσεων, αλλά εξελίσσονται αργά και δεν είναι τόσο ακριβή όσο ένα απτό αντικείμενο. Το τοπίο στέκεται ως η πιο ανθεκτική, οπτική αναπαράσταση ενός μηνύματος μέσα στους αιώνες.[4]
[1]Έλλη Λεμονίδου,«Δημόσια Ιστορία: Η διεθνής εμπειρία και το ελληνικό παράδειγμα», στο, Αντρέας Ανδρέου, Σπύρος Κακουριώτης, Γιώργος Κόκκινος κ.ά. (επιμ.), Χρήσεις και καταχρήσεις της Ιστορίας. Η δημόσια ιστορία στην Ελλάδα, Επίκεντρο, Αθήνα, 2015,σελ,133-134.
[2]Άννα Μαρία Δρουμπούκη,«Μνημεία της Λήθης. Ίχνη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου στην Ελλάδα και στην Ευρώπη», εκδόσεις Πόλις Αθήνα , 2014 σελ,75.
[3] Hristova, Zhivka, «The Collective Memory Of Space», The Architecture Of Remembering And Forgetting ,Ryerson University,2010, σελ,37.
[4]Στο ίδιο σελ,66.