ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ- ΕΘΝΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ- ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΜΝΗΜΗ

2020-06-06

Μια άλλη πρακτική επιβολής της μνήμης αποτελεί η κατάχρηση της ιστορίας μέσα από μια αφήγηση που θα αναδεικνύει την ιστορική μυθική συνέχεια του έθνους προσβλέποντας στην επίσημη καθιέρωση μιας ιστορικής μνήμης που θα διαμορφώσει την κατάλληλη εθνική ταυτότητα που προσδοκά το επίσημο κράτος και η πολιτική ελίτ που διαχειρίζεται την εξουσία . «Όλες οι επινοημένες παραδόσεις στο βαθμό που είναι δυνατό, χρησιμοποιούν την ιστορία ως νομιμοποιητικό παράγοντα ενεργειών και συγκολλητική ουσία για τη συνοχή των ομάδων».[1] Οι τρόποι με τους οποίους οι επινοημένες παραδόσεις διαχέονται προς το ευρύ κοινό, είναι η εκπαίδευση, οι επινοημένες τελετουργίες και η μαζική παραγωγή μνημείων. Η κρατική εξουσία μέσω της κυρίαρχης ιστορικής μνήμης ουσιαστικά επιβάλλει το αφήγημα που μελλοντικά θα σταθεροποιήσει και θα νομιμοποιήσει την κυρίαρχη πολιτική εξουσία. Η ιστορία των μεγάλων κρατών δεν βασίζεται στη λαϊκή μνήμη αλλά σε αυτά που έγραψαν στο παρελθόν ιστορικοί δια μέσου κυρίως των σχολικών βιβλίων, και στο πώς άλλοι επικοινωνιακοί παράγοντες ελεγχόμενοι από κρατικούς φορείς μεταμόρφωσαν αυτό το υλικό.[2] Η ιστορία υπόκειται σε συνειδητές χειραγωγήσεις κυρίως από πολιτικά καθεστώτα που βασίζονται στον εθνικισμό επηρεάζοντας καθοριστικά τον τρόπο που παρουσιάζουν την ιστορία. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο οι μεγάλες πολιτικές κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές, προκαλούν ένα αίσθημα αγωνίας για το μέλλον της εθνικής ταυτότητας. Ανέδειξαν την ανάγκη δημιουργίας νέων υπέρ-εθνικών πολιτικών σχημάτων ακραίων πολιτικών προσεγγίσεων, με σκοπό την αναδίπλωση του παρελθόντος. Αυτή η αναδίπλωση πολλές φορές, ανάλογα κάθε φορά με ποιους στόχους έχουν θέσει αυτές οι ομάδες, έχει ως αποτέλεσμα το ιστορικό παρελθόν να διαστρεβλώνεται ή να γίνεται καταχρησή του. Η προσέγγιση με αυτόν τον τρόπο γίνεται για να χειραγωγήσουν και να οδηγήσουν το ευρύ κοινό σε κάποιες συγκεκριμένες ιδεολογικές πρακτικές. Είναι αλήθεια, κατά τον Eric Hobsbawm, πως υπάρχει άρρηκτη σχέση της ιστοριογραφίας με την πολιτική και την ιδεολογία δημιουργώντας τις προϋποθέσεις «κακοποίησης» της ιστορίας.[3] Υπάρχει θεμέλια σχέση της ιστορίας με τη βία. Αυτή η σχέση βασίζεται στην ανάδειξη ιδρυτικών γεγονότων που στην πραγματικότητα υπήρξαν πράξεις βίας μετά από πολεμικές συγκρούσεις, οι οποίες αυτόματα νομιμοποιήθηκαν εκ των υστέρων από τη κρατική εξουσία. Στη περίπτωση του Εμφυλίου υπήρξε δόξα για τους νικητές και ταπείνωση για τους ηττημένους. Σε αυτό το πλαίσιο η συλλογική μνήμη περιλαμβάνει τραυματικά γεγονότα. Υπάρχει τραυματική μνήμη και εργαλειοποιημένη μνήμη. Σε αυτό το πλαίσιο μπορούμε να μιλήσουμε για κατάχρηση μνήμης από τους νικητές και κατάχρηση λήθης από τους ηττημένους. Η μνήμη ανάγεται σε κριτήριο ταυτότητας. Στη περίπτωση της Ελλάδας για τα γεγονότα του Β.Π.Π υπάρχει περίσσευμα μνήμης για τους νικητές και υστέρημα μνήμης για τους ηττημένους. Η ιδεολογία και οι πρακτικές της βοήθησαν προς αυτή την κατεύθυνση. Μέσα από την διαδικασία της νέας επιβαλλόμενης αφήγησης συντελείται η ιδεολογικοποίηση της μνήμης.[4] Η νέα εξιστορημένη ιστορία και ο νέος αφηγηματικός σχηματισμός οδηγεί στη διάπλαση μιας νέας ταυτότητας. Αυτή η νέα επιλεκτική αφήγηση των νικητών στα πρώτα χρονιά μετά τον Εμφύλιο οδήγησε σε μια στρατηγική της λήθης και της αναμνημόνευσης. Σε αυτό το επίπεδο η ιδεολογία ενεργεί ως δικαιοδοτικός λόγος της κρατικής εξουσίας. Ο συνδυασμός της κατάχρησης της μνήμης με την ιδεολογία, οδήγησε σε μια επιβεβλημένη μνήμη που βασίζεται σε μια «εγκεκριμένη», ιστορία την επίσημη ιστορία που διδάσκεται και εορτάζεται δημόσια. Ουσιαστικά αποτελεί μέρος μιας διδασκόμενης μνήμης.[5]

Ο Paul Rocoeur υποστηρίζει επίσης ότι το παρελθόν δεν μπορεί να ξεχαστεί και να διαγραφεί από τη μνήμη, αλλά παραμένει στην άκρη για να χρησιμοποιηθεί και πάλι όταν νέες πολιτικές τάξεις και ελίτ θα προσπαθήσουν να επαναφέρουν ορισμένα γεγονότα της κοινωνικής μνήμης που τα προηγούμενα καθεστώτα ήθελαν να αποσιωπήσουν.[6] Στην περίπτωση της Ελλάδας αυτή η διαδικασία άρχισε σιγά σιγά να αλλάζει μετά την πτώση της δικτατορίας το 1974, συνεχίστηκε το 1982 με την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης και ολοκληρώθηκε το 1989 με την άρση των συνεπειών του Εμφυλίου. Ως κυρίαρχη μνήμη νοείται η δημόσια μνήμη έτσι όπως αναπαρίσταται στα μέσα επικοινωνίας. Αυτή επηρεάζει ποικιλοτρόπως το πώς οι άνθρωποι θυμούνται το παρελθόν τους αφού μορφοποιεί την προσωπική τους μνήμη.[7] Από τα παραπάνω διαπιστώνουμε πως η ιστορία πολλές φόρες χρησιμοποιείται για να εξυπηρετήσει κάθε φορά τα συμφέροντα ή τις επιδιώξεις κάθε κράτους ή κάθε συλλογικότητας. Η διαστρέβλωση, η κατάχρηση και η επιβολή μιας ελεγχόμενης μνήμης, είναι οι βασικές μέθοδοι που χρησιμοποιούν κάθε φορά.


[1]Eric Hobsbawm T. Ranger (επιμ.), «Η επινόηση της παράδοσης», Αθήνα Θεμέλιο, 2004, σελ,22.

[2]Eric Hobsbawm,«Για την ιστορία», Θεμέλιο ,Αθήνα,1998,σελ,331.

[3]Eric Hobsbawm, T. Ranger (επιμ.),«Η επινόηση της παράδοσης», Θεμέλιο Αθήνα,2004,σελ,331.

[4]Paul Ricoeur,«Η μνήμη, η ιστορία, η λήθη», Μετάφραση, Ξενοφών Κομνηνός, ίνδικτος, Αθήνα 2013,σελ,118-145.

[5]Στο ίδιο,σελ,146.

[6]Στο ίδιο,σελ,661.

[7]Αguilar fernandez paloma, «Μνήμη και λήθη του ισπανικού εμφυλίου Δημοκρατία, δικτατορία και διαχείριση του παρελθόντος» Μετάφραση, Κακουριώτης Σπύρος, Παπαγεωργίου Χάρης, Κρήτη,2005 σελ, 16-17.

Παναγιωτάρας Παναγιώτης  - Ιστορικό blog
Διατηρούνται όλα τα δικαιώματα 2020
Υλοποιήθηκε από τη Webnode Cookies
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε