ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΣ ΙΣΤΟΡΙΣΜΟΣ

Το μεγάλο κέντρο, ο φάρος, το πρότυπο της επιστημονικής ιστορίας κατά το 19ο αιώνα ήταν η Πρωσία. Η αλλαγή του ρόλου του πανεπιστήμιου τον 19ο αιώνα συμβαδίζει με την εμφάνιση της ιστορίας ως επιστήμης. Το πανεπιστήμιο του Βερολίνου έθεσε ως στόχο τη διδασκαλία και την έρευνα. Ο Ράνκε πρώτος μελετούσε μέσα από μια κριτική προσέγγιση των πηγών, και πίστευε ότι ο μοναδικός τρόπος για γράφει η ιστορία είναι μέσα από τη χρήση των πρωτογενών πηγών. Σκοπός του ήταν να κάνη την ιστορία μια αυστηρή επιστήμη που ασκείται από επαγγελματίες Ο ιστορικός δεν πρέπει να κρίνει το παρελθόν αλλά να περιορίζετε να δείχνει πώς πραγματικά συνέβησαν τα γεγονότα.
Η ιστορία έγινε επιστημονική πραγματοποιώντας την κριτική εκείνων των τεκμηρίων που αποκαλούνται πηγές. Η ιστορία συγκροτείται ως επιστήμη τον 19ο αιώνα .Στις αρχές του αιώνα αυτού κυριαρχεί το ιστορικό κίνημα του γερμανικού ιστορισμού, το οποίο υποστηρίζει πώς η ιστορία πρέπει να γράφεται με βάση αξιόπιστες μαρτυρίες, να συνδέει τα γεγονότα χρονολογικά και να τα εξηγεί συμφωνά με τη σχέση αιτίου και αιτιατού. Η έρευνα και η κριτική χρήση των πηγών εξασφαλίζουν την αντικειμενικότητα των όσων γράφονται. Εάν, ο ιστορικός καταφέρει να συγκεντρώσει και να ελέγξει μεγάλο όγκο πηγών, είναι δυνατό να γράψει ιστορία όπως ακριβώς ήταν. Η επισημοποίηση της ιστορίας σε επιστημονικό κλάδο θεμελιώθηκε πάνω στο διαχωρισμό μεταξύ γεγονότος και μύθου (fact-fiction)και μεταξύ επιστημονικού και λογοτεχνικού λογού.
Αυτή η εντατική αλλαγή ανακλάται στην εκπαιδευτική αποστολή, που προσδιόρισε ως σκοπό του το πανεπιστήμιο του 19ου αιώνα. Πρότυπο του πανεπιστημίου αυτούυπήρξε το Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, που ιδρύθηκε το έτος 1810, στο πλαίσιο της αναδιοργάνωσης της δευτεροβάθμιας και της ανώτερης εκπαίδευσης, που ανέλαβε ο WilhelmvonHumboldt(Βίλχελμ φον Χούμπολντ)στην Πρωσία κατά τη μεταρρυθμιστική περίοδο, η οποία ακολούθησε την καταστρεπτική ήττα της Πρωσίας από τον Ναπολέοντα κατά τα έτη 1806 και 1807.[1]Σε αντίθεση με τα πανεπιστήμια του παλιού καθεστώτος όπου η βασική λειτουργία ήταν η μάθηση το πανεπιστήμιο του Βερολίνου επικεντρώθηκε στη διδασκαλία που διαμορφώνεται μέσα από την ερευνά.
Ο νέος γνωστικός κλάδος της ιστορίας που εμφανίστηκε στο πανεπιστήμιο τόνιζε την διδακτική πλευρά της ιστορίας και ταυτόχρονα απελευθέρωσε τη διδασκαλία που ήταν βασισμένη στην αρχαιογνωσία. Ο Ράνκε θα αποτελέσει το πρότυπο της επαγγελματοποιημένης ιστορικής επιστήμης του 19ου αιώνα.
Για τον L. v. Ranke η επιστημονική έρευνα συνδεόταν στενά με την κριτική μέθοδο. Η βαθιά εξοικείωση με τις μεθόδους της φιλολογικής κριτικής θεωρείτο απαραίτητη προϋπόθεση. Ο Ranke καθιέρωσε σεμινάρια, στα οποία οι μέλλοντες ιστορικοί καταρτίζονταν στην κριτική μελέτη των μεσαιωνικών εγγράφων.
Το σεμινάριο αυτό δεν ήταν εντελώς καινούργιος ακαδημαϊκός θεσμός. Ο Johann ChristophGatterer είχε εισαγάγει ανάλογο θεσμό στο Πανεπιστήμιο του Goettingen στη δεκαετία του 1770, αλλά μόνον ο Ranke έκανε το σεμινάριο αναπόσπαστο μέρος της κατάρτισης του ιστορικού. Το έτος 1848 είχαν εισαγάγει το σεμινάριο στα προγράμματά τους όλα τα γερμανόφωνα πανεπιστήμια. Ο τρόπος με τον οποίο ο Ranke εννοούσε την αυστηρή επιστημονική δραστηριότητα προϋπέθετε πλήρη αποχή από κάθε αξιολογική κρίση.
Όπως δήλωνε στην περίφημη εισαγωγική παράγραφο του βιβλίου του Ιστορία των Ιταλικών Πολέμων, χάρη στο οποίο κλήθηκε ως διδάσκων στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, ο ιστορικός έπρεπε να αποφεύγει να «κρίνει το παρελθόν» και έπρεπε να περιορίζεται να «δείχνει πώς έγιναν πράγματι τα γεγονότα» (bloszeigen, wieeseigentlichgewesen). Ταυτόχρονα, όμως, απέρριπτε και κάθε είδος θετικισμού, ο οποίος εισηγείτο ότι η βασική εργασία του ιστορικού ήταν η απόδειξη των γεγονότων.
Γενικά, η νέα ιστορική θεωρία, η οποία αναφέρεται συχνά με τον όρο ιστορισμός (Historismus), χαιρετίσθηκε ως μια πνευματική πρόοδος. Ο ιστορισμός ήταν κάτι περισσότερο από μια θεωρία για την ιστορία. Συνιστούσε μια συνολική φιλοσοφία της ζωής, έναν ιδιαίτερο συνδυασμό μιας αντίληψης για την επιστήμη, ειδικά για τις επιστήμες του ανθρώπου και του πολιτισμού, και μιας αντίληψης για την πολιτική και κοινωνική τάξη των ευρωπαϊκών και διεθνών πραγμάτων.
Υπό αυτήν την έποψη η ιστορία καθίσταται ο μοναδικός τρόπος μελέτης των ανθρώπινων πραγμάτων. Με αυτή τη διαφοροποιημένη αυτονόμηση εγκαινιάζεται ένας νέος τύπος επιστήμης.[2] Η επιστημονική εργασία ακολουθεί το πρότυπο της σύγχρονης έρευνας και προσανατολίζεται πλέον προς τη μεθοδική παραγωγή νέας γνώσης. Αφετηρία των ιστορικών σπουδών πρέπει να είναι η αυστηρή κριτική των πρωτογενών πηγών. Ο μαθητής του Ρανκε Ντρόυζεν διατύπωσε την πιο συστηματική ιστορική θεωρία και μεθοδολογία στο έργο του ΄΄Σχεδίασμα των αρχών της ιστορίας ΄΄.
Ο Ντρόυζεν τόνισε ότι ποτέ δεν αντιλαμβανόμαστε άμεσα τα δεδομένα των πηγών ,αλλά απαιτούν την ενεργητική συμμετοχή των ιστορικών. Η ιστορική γνώση απαιτεί ερμηνεία.[3] Το παράδειγμα της γερμανικής ιστορικής σχολής ήταν εκείνο που κυριάρχησε στην επαγγελματική ιστοριογραφία. Προϋπόθεση για να γίνει κανείς ιστορικός ήταν ευρεία κατάρτιση, η επιτυχία σε εξετάσεις και η επιβράβευση του με την απόκτηση πτυχίων, το 1876 θεσπίστηκε και το πρώτο μεταπτυχιακό πρόγραμμα ιστορίας. Αναφάνηκε η κάθετη διάκριση ανάμεσα στον επαγγελματία και τον ερασιτέχνη ιστορικό. Οι επαγγελματικές δημοσιεύσεις έκαναν την εμφάνιση τούς επιτρέποντας τη δημιουργία μίας κοινότητας μελετητών. Η αντίφαση που προκύπτει μέσα από το γερμανικό ιστορισμό είναι ότι, από τη μια υπάρχει η επαγγελματοποίηση της επιστήμης και το αίτημα για αυστηρή αντικειμενικότητα, και από την άλλη ο πολίτικος και πολιτιστικός ρόλος του ιστορικού. Το κράτος είχε κεντρική θέση στην ιστορία και είχε τη δυνατότητα να στρατολογήσει ή να συμμορφώσει. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα στον ιδεολογικό τρόπο της γραφής, ανάλογα με τις ιδεολογικές και πολιτικές καταβολές του εκάστοτε ιστορικού.
Όταν η αναλυτική σκοπιά του παρατηρητή συγχωνεύεται με τη θέση της κυρίαρχης αρχής (κράτος),η ιστορική επιστήμη εκφυλίζεται σε πολιτική της ιστορίας. Η παλιά συμμαχία μεταξύ του ιστορισμού και του εθνικισμού οφειλόταν σε αυτή τη συγχώνευση.
Αυτή η μονόπλευρη παρουσίαση της ιστορίας ανέδειξε εναλλακτικές ερευνητικές προσεγγίσεις. Στη Γερμανία, ο Karl Lamprecht (1856-1915) παρουσίασε τη δική του προσέγγιση με την ευρύτερη έννοια της κοινωνικής ιστορίας σε αντίθεση με την προηγούμενη προσέγγιση της γερμανικής ιστορίας που κυριάρχησε το κράτος και η μεγάλες προσωπικότητες. Η απόρριψη των καθιερωμένων είχε ως αποτέλεσμα αρκετοί συνάδελφοι του να τον κατηγορούν λανθασμένα για υλιστικές ή μαρξιστικές ιδέες, καθώς ο Λάμπρεχτ φαίνεται να δουλεύει μέσω της σχετικοποίησης του κράτους αμφισβητεί τη συναίνεση της κατοχής της αστικής τάξης και των αυταρχικών αρχών. Από το 1900 και μετά, οι προσεγγίσεις της κοινωνικής επιστήμης έγιναν όλο και πιο δημοφιλείς. Σύμφωνα με τον Lamprecht, η παλαιότερη έννοια της επιστημονικής έρευνας για την ιστορία βασίστηκε στη μεταφυσική υπόθεση ότι, πίσω από τις εμφανίσεις που παρατηρεί ο ιστορικός, δυνάμεις ή «ιδέες» λειτουργούσαν, δίνοντας στην ιστορία τη συνοχή της. Η νέα ιστορική επιστήμη έχει στόχο την ευθυγράμμιση της ιστορίας με το συστηματικό τρόπο λειτουργίας των κοινωνικών επιστήμων. Όμως η βασική ιδέα του Lamprecht στο Deutsche Geschichte ,αυτό ενός Volksseele , ενός εθνικού πνεύματος που παρέμεινε σταθερό σε όλους αιώνες, είχε τις ρίζες της στη γερμανική ρομαντική φιλοσοφία παρά στο σοβαρή κοινωνική επιστήμη.[4]
[1]Γκ. Ιγκερς .Η ιστοριογραφια στον εικοστό αιώνα από την επιστημονική αντικειμενικότητα στην πρόκληση του μεταμοντερνισμου,Αθηνα:Νεφελη,1999. σελ.41
[2] Χάμπερμας Γιούργκεν ,Ο μεταεθνικός αστερισμός ,Πολις,2007,σελ.46
[3]Στο ιδιο σελ.46
[4]Γκ. Ίγκερς Η ιστοριογραφία στον εικοστό αιώνα :από την επιστημονική αντικειμενικότητα στην πρόκληση του μεταμοντερνισμού,Αθήνα:Νεφέλη,1999,σ.59-61.