ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΕΠΙΝΟΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΠΙΒΟΛΗΣ ΜΝΗΜΗΣ
Ένα από τα βασικά συστατικά στοιχεία επιβολής της μνήμης αποτελούν τα εθνικά μνημεία και η ιστορική αφήγηση που τα συνοδεύει. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο επιβάλλονται πρακτικές μνήμης που θα καθορίσουν τον τρόπο μνημόνευσης των παρελθόντων γεγονότων. Ο σκοπός των επινοημένων παραδόσεων είναι να ενισχύσουν μια επιθυμητή αίσθηση συνέχειας με ένα πραγματικό ή μυθικό παρελθόν όταν η πραγματική συνοχή φαίνεται να απειλείται. Οι επινοημένες παραδόσεις καθιερώθηκαν σε περιόδους αναταραχής, όταν άτομα και ομάδες αναζητούσαν σταθερότητα και νομιμότητα εν μέσω ανησυχητικών θρησκευτικών, ιδεολογικών, οικονομικών, πολιτικών ή κοινωνικών αλλαγών. Συμφώνα με τον Gillis υπάρχει μια κρατική «γραφειοκρατία της μνήμης» που ενορχηστρώνει μια «αίσθηση ομοιομορφίας με την πάροδο του χρόνου και του χώρου» προωθώντας τα συστήματα της μνήμης και της λήθης που είναι κοινωνικά κατασκευασμένα και που ευνοούν την ελίτ μνήμης.[1] Όπως προτείνει ο Connerton, αντί να επιδιώκουμε να καταλάβουμε τα «κρυφά» σημεία πίσω από κάθε «τελετουργικό συμβολισμό» μπορούμε να επικεντρωθούμε στο πώς οι μύθοι και οι τελετουργίες επισημοποιούνται και εκτελούνται, με τους τρόπους με τους οποίους είναι αποτελεσματικοί στο να μεταδίδουν αξίες, ιδέες, και γενικά την κοινωνική μνήμη. Ειδικά όσον αφορά τις εθνικές ελίτ ο Connerton αναφέρει ότι έχουν εφεύρει τελετουργίες που απαιτούν τη συνέχεια με ένα κατάλληλο ιστορικό παρελθόν, οργανώνοντας τελετές, παρελάσεις και μαζικές συγκεντρώσεις, κατασκευάζοντας νέους τελετουργικούς χώρους.[2] Οι πρακτικές αυτές επιδιώκουν να ενσταλάξουν ορισμένες άξιες και κανόνες συμπεριφοράς μέσω επανάληψης, την ανάγκη δηλαδή δημιουργίας εθνικής ταυτότητας και ιστορικής συνείδησης. Επομένως το πώς θα παρουσιαστεί και θα χρησιμοποιηθεί το ιστορικό παρελθόν έχει να κάνει κάθε φορά με το ποιες ήταν οι πολιτικές και εθνικές επιδιώξεις κάθε κράτους.
[1]Gillis John R. (ed.), «Commemorations: The Politics of National Identity» Πρίνστον, Princeton University Press, 1994, Introduction, 3-6.
[2]Connerton P, «How Societies Remember», Cambridge University Press, 1995 (1st ed.1989)43-53.